Από το Ίλιο ο άνεμος στους Κίκονες με πήρε, στην Ίσμαρο εκεί χάλασα και πολιτεία κι ανθρώπους κι όσες γυναίκες πήραμε και πλούτια από τη χώρα, σωστά τα μοιραστήκαμε, το δίκιο νά 'χουν όλοι. Τότες παρακινούσα εγώ να φύγουμε με βιάση, μα αυτοί, μεγάλη η τρέλλα τους, δε θέλανε ν' ακούσουν,
μόν' πίναν άσμιχτο κρασί, και σφάζανε περίσσια αρνιά, και λοξοπόδαρα στο περιγιάλι βόδια. Πήγαν ως τόσο οι Κίκονες και Κίκονες φωνάξαν, που από στεριάς γειτόνευαν και που ήταν πιότεροί τους, και πιο παλληκαράδες τους, καλοί να πολεμούνε
απάνω απ' άρματα, ή πεζοί, σαν τό 'φερνε η ανάγκη. Σαν τ' άνθια ήρθαν της άνοιξης αυτοί, και σαν τα φύλλα, στο χάραμα. Μοίρα κακή τότ' έπεσ' απ' το Δία σ' εμάς τους δύστυχους, πολλά για να μάς φέρη πάθια. Στήσαν τον πόλεμο ομπροστά στα γλήγορα καράβια,
και πέφταν κι απ' τις δυό μεριές τα χαλκωτά κοντάρια. Πρωΐ όσο ήταν, κι έπαιρνε το δρόμο της η μέρα, βαστιόμασταν αγνάντια τους, κι ας ήταν πιότεροί μας, Μα στώ βοδιών το λύσιμο σαν ήρθε ο Ήλιος, τότες οι Κίκονες τους Αχαιούς πια τσάκισαν και σπρώξαν.
Έξη από κάθε πλεούμενο χαλκόποδοι συντρόφοι σκοτώθηκαν. Οι άλλοι εμείς γλυτώσαμε απ' το χάρο.